-
1 οπλιτεύοντες
-
2 ὁπλιτεύοντες
-
3 οπλιτευω
служить в тяжеловооруженных войсках, быть на военной службе Thuc., Xen., Lys. -
4 ἔφιππος
ἔφιππ-ος, ον,A on horseback, riding, Eup.27;ἔ. εἰς τὸν τόπον ἠνέχθη Plu.2.306f
; ἔ. ὄντες, opp. ὁπλιτεύοντες, Lys.14.10 (as v.l.); ἀνδριὰς ἔ. an equestrian statue, Plu.Publ.19;ἔ. εἰκὼν χαλκῆ Id.Fab.22
(so, with εἰκών omitted, PSI 3.204.6 (ii A.D.));βίος Philostr.Her.19.19
.2 κλύδων ἔ. a rushing wave of horses, S.El. 733.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔφιππος
-
5 ὁπλιτεύω
A serve as a man-at-arms, Th. 6.91, 8.73, Lys. 20.25, X.An.5.8.5 ; οἱ ὁπλιτεύοντες men now serving, opp. οἱ ὡπλιτευκότες, Arist.Pol. 1297b13, cf. 1265b28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁπλιτεύω
См. также в других словарях:
ὁπλιτεύοντες — ὁπλῑτεύοντες , ὁπλιτεύω serve as a man at arms pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπλιτεύω — ὁπλιτεύω (Α) [οπλίτης] 1. υπηρετώ ως οπλίτης, δηλ. ως βαριά οπλισμένος στρατιώτης 2. (το αρσ. πληθ. τής μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ ὁπλιτεύοντες αυτοί που υπηρετούν ως οπλίτες, οι στρατευόμενοι 3. (το αρσ. πληθ. τής μτχ. παθ. παρακμ.) οἱ… … Dictionary of Greek